- αὐτόφωρος
- αὐτόφωροςself-detectedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
αυτόφωρος — η, ο αυτός που πιάστηκε την ώρα που έκανε το αδίκημα ή οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη: Το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, γι αυτό θα δικαστεί αμέσως. Το ουδ. ως ουσ., το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει τα αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοφώρου — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρους — αὐτόφωρος self detected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρων — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρῳ — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόφωροι — αὐτόφωρος self detected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυτόφωρος — ἐπαυτόφωρος, ον (Α) ολοφάνερος, κατάδηλος, αυτόφωρος … Dictionary of Greek
αὐτοφώρωι — αὐτοφώρῳ , αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)